- αρμένικος
- -η, -ο και -κός, -ή, -ό (AM ἀρμενικός, -ή, -όν)αυτός που ανήκει σε Αρμένιο (ή Αρμενίους) ή που προέρχεται απ' αυτόννεοελλ.1. το θηλ. ως ουσ. η Αρμενικήη αρμενική γλώσσα2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Αρμένικαη αρμενική γλώσσα3. φρ. α) «αρμένικη βίζιτα» — ενοχλητική, παρατεταμένη επίσκεψηβ) «αρμένικο στόμα» — για υπερβολική φλυαρίαγ) «αρμένικο πείσμα» — επίμονο πείσμααρχ.το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀρμενικήη βερικοκιά.
Dictionary of Greek. 2013.